- συνανακλίνομαι
- ΜΑξαπλώνω στο κρεβάτι ή δίπλα στο τραπέζι μαζί με άλλοναρχ.ενεργ. συνανακλίνωβάζω κάποιον να ξαπλώσει μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀνακλίνομαι «είμαι ξαπλωμένος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνανάκλισις — ίσεως, ἡ, Μ [συνανακλίνομαι] το να πλαγιάζει κανείς μαζί με άλλον … Dictionary of Greek